Wednesday, February 28, 2007

Όνειρο νευρικής νυκτός...

Το εστιατόριο είχε τη φήμη του πιο ρομαντικού στην επαρχιακή μας πόλη. Η διακόσμηση ήταν βαριά και το φως των κεριών συμπλήρωνε την πολυδιαφημισμένη ατμόσφαιρα. Στεγαζόταν σε ένα παλιό βιομηχανικό κτίριο, όπως συνηθίζεται τελευταία, σε μια εντέχνως υποβαθμισμένη περιοχή στις παρυφές της πόλης.
Είμαι ανήσυχη. Αυτό που με ανησυχεί είναι πως είμαι μόνη σε ένα εστιατόριο γεμάτο ζευγαράκια...; Με ανησυχεί που τα μάτια μου δε βλέπουν καθαρά...; "Όχι! Αυτοί είναι!" Μόλις τους εντόπισα τα λέπια πέσαν από τα μάτια μου και έβλεπα ξεκάθαρα... Πάλι οι τρεις τους. Τους έχω ξανασυναντήσει σε άλλο REM, με απανωτά χτυποκάρδια και τότε...
Άσπρες μπλούζες, μαύρα παντελόνια και στρατιωτικές αρβύλες. Βαριά αντρική, φτηνή κολώνια και μπαρούτι. Όπως και τότε...τρία ξυρισμένα κρανία που λαμποκοπούσαν στο φεγγαρόφωτο. Μόλις είχαν παρκάρει την τρίπατη νταλίκα- φαλλικό σύμβολο και χασκογελούσαν μεταξύ τους. Έτσι έκαναν και στο γυμνάσιο κάθε φορά που έκλεβαν το χαρτζηλίκι των μικρών. Μπορεί να με κυνηγούσαν και τότε.
Ήξερα πως δεν έρχονταν για μένα. Όπως ήξερα πως δε θα γλίτωνα. Χόρευα διακριτικά στα μπίτια των καρδιακών μου παλμών όταν ξάφνου ένα μαύρο αυτοκίνητο με φιμε τζάμια σταματάει δίπλα στην τζαμαρία που με χώριζε από τη διαβολική τριάδα. Βλέπω την κάνη της καραμπίνας και σαν φοβισμένο ζώο, με λύσσα ξεχύνομαι στο σκοτάδι. Το κρυό με τρυπάει σαν να πάγωσε η κόλαση...τρέχω. Αφήνω πίσω μου τα αίματα που πεταμένα χύμα στους τοίχους του εστιατορίου, βελτίωσαν τραγικά την αγαπησιάρικη διακόσμηση.
Η ανάσα μου κόβεται... "Κρύψου!". Ορθώνεται σαν σπηλιά, τεράστιος, σκοτεινός και σιωπηλός, καταφύγιο από τον παράδεισο και την κόλαση- γιατί μήτε στο ένα μήτε στο άλλο ήθελα να καταλήξω, σκουπιδοτενεκές σωτήρας. Χώνομαι μέσα και προσπαθήσω να πείσω με μπουνιές την καρδιά μου να σταματήσει να χτυπάει τόσο δυνατά.... "Θα μας ακούσουν, σκάσε!".
Μυρίζω το μπαρούτι καθώς πλησιάζουν και μια εσανς αλκόολ έχει πλημμυρίσει τον τόπο. Φως... το φεγγάρι.... θόρυβος.... το μπουκάλι που σπάει.... ζέστη.... "Καίγομαι!" και αυτό μου θυμίζει πως ακόμη..... ζω! Πρέπει να βγω από δω ακόμα κι αν χρειαστεί να κόψω με τα δόντια την ουρά μου, από την φάκα που πιάστηκα. "Πνίγομαι, σαν να μασάω δακρυγόνο..."
Μες στον πανικό μου, βρίσκομαι να σκαρφαλώνω. Έχω ματώσει χέρια και πόδια. Ο άνεμος δυνατός και παγερός σαν τον ιδρώτα που με τυλίγει. Τα φώτα της πόλης και....γαμώτο! Την τύχη μου μέσα, πως έμπλεξα έτσι.... Σκαρφάλωσα στο θηρίο που αντικαθιστά τα αρχίδια που τους έκοψε η μανούλα τους όταν ήταν πιτσιρικάδες. Διάολε! Κρεμιέμαι από την νταλίκα τους, σε ύψος οχτώ μέτρων και αυτοί πλησιάζουν.... Ιδρώνω περισσότερο, γλιστράω.
"Κική, δε θα γλιτώσεις" και το γέλιο του με ανατριχιάζει. Ανάβει τσιγάρο και μα τους άγιους πάντες των πάντων, αν δεν έβλεπα έτσι όπως κρεμιόμουν σαν την τσίτα, ανάποδα, τα ραδίκια να πλησιάζουν με ταχύτητα φωτός, θα του έκανα τράκα... Νίωθω να πέφτω. Είμαι στο κρεβάτι μου...είμαι στην νταλίκα...είμαι στον αέρα....πέφτω!!
Φτύνω το χώμα που μου τριβελίζει το στόμα.... ακούω τις αρβύλες. Σέρνομαι στις λάσπες και το βάζω για άλλη μια φορά στα πόδια. "Γιατί δεν ξυπνάς ρε μαλάκα; Ξύπνα επιτέλους!" Το μυαλό μου θέλει να πάει για κατούρημα, γι αυτό μου ζητάει απεγνωσμένα να πατήσω pause. Τρέχω, έχω βάλει τα πόδια στο forward, την ουρά στα σκέλια και τρέχω.
Στην έξοδο μιας δημόσιας τουαλέτας που φύτρωσε από το πουθενά, τραβάω μια κοπέλα από το μπράτσο. Την εκλιπαρώ για βοήθεια. Με κατακόκκινα μάτια, τυλιγμένη σε μια βρωμερή πετσέτα του ελληνικού στρατού, ασορτί με την πράσινη επιδερμίδα της μου λέει αργά και με κόπο: "Ο τελευταίος που με άγγιξε είναι τώρα νεκρός..."
Εμπνευσμένο από το Λόλα, τρέξε Λόλα, το υποσυνείδητο μου με θέλει να τρέχω σαν τυφλό σκυλί που απλά μυρίζει τον κίνδυνο και την καμμένη του ουρά. Ακολουθώ τον χλεμπονιάρη, εμμετικό διάδρομο και ακούω συνομιλίες... "Πότε θα ξυπνήσεις, επιτέλους;" Έχω αφήσει πίσω μου τους τρεις δαίμονες. Μπορεί να λιποθύμησαν από την ηδονή που τους χάρισε ο φόβος μου....δεν ξέρω...απλά φοβάμαι και τρέχω...λες κι αν συνεχίσω να τρέχω...μια ζωή, συνέχεια να τρέχω...θα είμαι ασφαλής, θα είμαι ζωντανή....."Ξύπνα!"
Παρακάμπτω κάτι μαφιόζους της κακιάς ώρας, πιο φοβισμένους κι από μένα. Παραπατώντας στα χαρτόκουτα της τεράστιας υποφωτισμένης αποθήκης -ναι ο διάδρομος μεγάλωσε ξάφνου (ένα χειροκρότημα στον παίχτη των ειδικών εφε του συνεργείου!) άκουσα μουσική.... Δυνατή, γρήγορη, κοφτή και πρωτόγονη. Χτύπο μετά τον χτύπο, έκρυβε ένα μήνυμα. Για μένα. "Ξύ-πνα, ξύ-πνα, ξύ-πνα....". 'Οταν ξύπνησα όλα είχαν εξαφανιστεί. Εκτός από την μουσική, που συνέχιζε να σφυροκοπάει για μένα και μόνο.

Sunday, February 25, 2007

Δημιούργησε. Μη φοβάσαι


Οι πρωτόγονοι κατασκεύασαν εργαλεία και έγιναν λίγοτερο πρωτόγονοι. Κάποια στιγμή όχι πολύ μακρινή από την μέρα που έφτιαξαν το πρώτο τους ακόντιο, ανακάτεψαν μερικά μπιρμπιδέλια και άρχισαν να ζωγραφίζουν στα σπήλαια. Και ο μεγάλος κυνηγός της φυλής, χάρηκε που είδε την αγωνία και τη δύναμη του σε δύο διαστάσεις και ας μην είχε ιδέα τι είναι διάσταση.
Ένας άντρας στην κορυφή του διπλανού λόφου ένιωσε τις ακτίνες του ήλιου στο δέρμα του και ανατρίχιασε. Ο αέρας χάιδευε τα άκρα του, η αλμύρα του χτυπούσε το πρόσωπο και αυτός χαμογελώντας έγραψε ένα ποίημα. Ένιωσε όμορφα.
Δίπλα σε μια πύλη του χρόνου, κάποιος άλλος λυπημένος από τον κόπο των ανθρώπων που μοχθούσαν κόντρα στα νερά του ποταμού, οραματίστηκε μια μεγάλη σανίδα που θα έδενε τις δύο όχθες. Έβαλε τα δυνατά του, σκόρπισε τον ενθουσιασμό του και μετά από καιρό έκοβε απογευματινές βόλτες στην γέφυρα που έγινε σκοπός της ζωής του. Χαιρετούσε χαμογελώντας καθώς έβγαζε το καπέλο στις δεσποινίδες που περπατούσαν δίπλα του.
Μετά από πολλά ποτά και στην προσπάθεια του να ξεφορτωθεί το χάος του μυαλού και της καρδιάς του, ένας άλλος μεσήλικος λέρωνε ένα κομμάτι χαρτί ξαλαφρώνοντας το είναί του. Στάθηκε μέσα στις μπογιές και ήρεμος πια αναφώνησε ένα τεράστιο, πολύχρωμο ουφ! Στη μέση του δωματίου του, με τα ίχνη της δημιουργίας εμφανή στα χέρια του, χόρεψε τον πρώτο του χορό.
Μια παρέα αποφάσισε να διεκδικήσει τη θέση της στον κόσμο. Έγραψε ένα μακροσκελές κείμενο, αποτύπωσε αυτό που ζει και εξέφρασε αυτό που θέλει να ζήσει. Κινητοποιήθηκε. Το απόγευμα βγήκαν όλοι μαζί για ένα κρασί. Τα διαβολάκια τους τρέχανε πέρα δώθε και αυτοί τα κοιτούσαν. Μια εκείνα και μια όσα κατάφεραν για αυτά και τους ίδιους.
Την πρώτη βροχερή μέρα του νέου χρόνου, σε μια μισοσκότεινη παράγκα, ακούστηκε ο ήχος της ζωής. Ο ευτυχής πατέρας έτρεξε στην κοινή αυλή και ανακοίνωσε με ενθουσιασμό και κομμένα γόνατα το νέο. Την επομένη, οι γειτόνισσες ήλθαν στο σπίτι με γλυκά και πίτες. Στήθηκε τσιμπούσι με ότι φύτρωσε εκείνη την χρονιά.
Τα αδύνατα γίνονταν από παλιά δυνατά. Με τη βοήθεια της δημιουργίας. Σπρώχνοντας τον εαυτό του πέρα από τα όρια που νόμιζε πως είχε, ο άνθρωπος άλλαξε την ζωή του. Ακόμα και μέσα στον πόνο και στις δυσκολίες τραγουδούσε, χόρευε, έγραφε, γεννούσε. Γιατί όσο δημιουργούσε, ποδοπατούσε ότι τον έκανε να τρέμει από τον φόβο του.

Friday, February 23, 2007

Αγαπάμε αμοιβαία ως αμοιβάδες!


Μια σχέση δεν είναι παζλ. Οι άνθρωποι δεν είναι κομμάτια παζλ. Δεν έχουν προκαθορισμένες και μόνιμες, απαράλλαχτες εσοχές και προεξοχές. Ούτε κολλάμε ποτέ μόνο με ένα το πολύ τέσσερα κομμάτια. Πόσο μάλλον να κολλάμε γάντι και να υπάρχει μόνο αυτό το κομμάτι και κανένα άλλο. Δεν γίνεται. Είναι ουτοπία όχι ρομαντισμός να το πιστεύεις αυτό, κατάλαβες;
Η φαντασιόπληκτη, νοσηρή μου φωνούλα, υπαγορεύει πως οι άνθρωποι είναι τελικά σαν τις αμοιβάδες. Αυτοί οι πολύ απλοί μονοκύταροι οργανισμοί αποδεικνύονται μεγαλειώδεις χάρη στην απλότητα τους και εξαιρετικά περίπλοκοι. Μια αμοιβάδα δεν έχει σχηματισμένα άκρα και όργανα ξεχωριστά. Μασαμπουκιάζει ότι βρίσκει μπροστά της και μετατρέπει το ένα και μοναδικό της κύτταρο σε στομάχι με εξαιρετική ευκολία, προκείμενου να επιβιώσει. Όταν σκάσει από το φαγητό και διαλυθεί σε χίλια κομμάτια, τα μαζεύει και γίνεται πάλι η αμοιβάδα που ξέραμε. Αθανασία λέμε! Αυτά είναι μεγαλεία, διάολε! Να μασάς τα πάντα και να μη μασάς μπροστά σε τίποτα, κατάλαβες;
Οι αμοιβάδες δεν πεθαίνουν. Ανάλογα με τις γκάβλες τους αυτοτεμαχίζονται. Από μια γίνονται δυο και τέσσερις κοκ. Σε κάθε μια, ενυπάρχει η προηγούμενη και η επόμενη. Τι να λέμε τώρα, δεν είμαστε αμοιβάδες όμως....όμως λαχτάραμε να δοκιμάσουμε ο ένας τον άλλο. Πλησιάζουμε σιγά σιγά και αγγίζουμε τις ψυχές μας πότε με τα ακροδάχτυλα και πότε με μπουνιές. Δεν είμαστε αμοιβάδες όμως....διάολε τρεφόμαστε ο ένας από τον άλλο, αγαπάμε για να φτάσουμε στην αθανασία. Μασάμε πότε σύμφωνα με το σαβουάρ βιβρ, πότε άτσαλα και λαίμαργα. Ρευόμαστε κάφρικα, φτύνουμε τα κουκούτσια μα πριν ακόμα φτάσουν στην γη λιγουρευόμαστε το επόμενο μεζεδάκι.
Αγαπάμε τρώγοντας ο ένας τον άλλο για να νιώσουμε ζωντανοί, κατάλαβες διάολε; φώναξε η φωνούλα στα μούτρα μου κι εγώ έγνεψα ναι

Thursday, February 22, 2007

Όλα ειναι δρόμος

Επιτέλους το βρήκα! Ναι! το μυαλό μου ξεκόλλησε! Επιτέλους. Μετά από δυο ατυχείς απόπειρες να γράψω κάτι-ότι έχω μέσα μου, ταινία με φίλους, μουσική στο τέρμα, κρασιά και λιώσιμο στο internet, με χτύπησε σαν κεραυνός! Ντόινγκ!

Μερικούς δρόμους πρέπει να τους φτάσεις μέχρι το τέλος.

Οι λέξεις δρόμος και τέλος με στοιχειώνουν αυτές τις μέρες. Αλλά επιμένω. Απ' όσο με θυμάμαι επιμένω. Είχα αρχίσει να αμφιβάλλω για το νορμάλ της κατάστασης μου και να αναρωτιέμαι μήπως καταβάθος έχω σαδομαζοχιστικές τάσεις.
Ντόινγκ! Ντόινγκ! Χτυπάει κουδουνάκι, ανάβει ο προβολέας και εύρηκα το υπνωτικό μου χάπι για σήμερα. Έτσι πρέπει να γίνει. Να φτάσεις μέχρι το τέλος γιατί αλλιώς....................[αφήνω το ελεύθερο να συμπληρώσει ο καθένας το δικό του αλλιώς, αν έχετε καταλάβει τι εννοώ. Αν δεν έγινα αντιληπτή πάλι δεν πειράζει. Περνάω φάση αυτοκριτικής και δυσκολεύομαι. Μου το συγχωρώ]

Καλά κουράγια

Thursday, February 15, 2007

Βούλγαρη- ΚΤΕΛ

Λεωφορείο 31. Βούλγαρη- ΚΤΕΛ
Διάθεση παπαράτσικη. Μαύρο γυαλί και έξω να βρέχει...το ΜP3 κλειστό και το αυτί στημένο στους γύρω ήχους. Μου ταίριαζε και νομίζω ότι έχει καταντήσει ιεροτελεστία πια. Κάθε φορά που έρχομαι στην Θεσσαλονίκη θέλω να χαθώ μέσα της. Να κουλουριαστώ σε μια γωνιά, να αράξω έτσι αόρατη και να χαζέψω τους ανυποψίαστους περαστικούς. Το λεωφορείο για πρώτη φορά ήταν χαρακτηριστικά άδειο. Πέντε- έξι ψυχές όρθιες και τρεις το πολύ βαλίτσες πεταμένες κατάχαμα. Ιδανικό σκηνικό για ονειροπόληση και παρατήρηση
Εικόνα 1η: Λίγα μέτρα μετά τη στάση Κολόμβου, μας πιάνει φανάρι. Χαζεύω τις βιτρίνες και το μάτι μου πέφτει σε νεαρό κοσμηματοπώλη που κατευθυνόνταν προς την έξοδο του καταστήματος, ενώ διατηρούσε οπτική επαφή με τον συνομιλητή του. Θα του έλεγε κάτι σημαντικό μάλλον. Δεν βγαίνει έξω στον δρόμο. Απλώνει μόνο το χέρι του και ανάμεσα στους περαστικούς που προπερνούσε το λεωφορείο, ανοίγει την χούφτα και αφήνει ένα μικρό τοσοδούλι χαρτουλάκι που πέφτει με ελαφριές, νωχελικές στροφές στο πεζοδρόμιο. Υπέθεσα πως δεν συζητούσε με τον φίλο του για την καθαριότητα στην πόλη. Αν η κίνηση του ήταν συνειδητή επιλογή και τροπος ζωής, θα έφτανε στο σπίτι του αναρριχόμενος στην στοίβα σκουπιδιών που θα 'χε μαζευτεί κατω από το παράθυρο του. Η δικιά μου ευθύνη, δική σου δουλειά, σκέφτηκα ενώ μια γηραιά ύπαρξη στάθηκε δίπλα μου.
Εικόνα 2η: - Αυτό που έψαχνες το βρήκες καλή μου, Κέρδισες μια εικόνα και μαζί μ' αυτήν μια σκέψη. Σήκω τώρα να κάτσει η κυρία. Αυτή δίπλα σου, ντε!, μου ψιθύρισε απαλά η εσωτερική φωνούλα μου. Πάρκαρα το σύννεφο και στάθηκα στα δυο μου πόδια. Η γιαγιά ντεμέκ δεν ήθελε αλλά είπα να μην την κακοκαρδίσω. Στάση Ιασωνίδου. Το λεωφορέιο ακτινοβολεί λίγη από τη χάρη του ενός, του μοναδικού, του ανεπανάληπτου Δημιουργού των Πάντων εμφυσημένη σε γεροντάκι ντυμένο στους τόνους του θανατερού αναστάσιμου μαύρου. Η κυρία που εν τω μεταξύ είχε στρογγυλοκαθίσει αναπαυτικά, σε αυτές τις θέσεις που δεν σχεδιάστηκαν ούτε για έναν αλλά ούτε για δυο επιβάτες, αποκαλύπτει το ελατήριο που έκρυβε μέσα της και πεταγεται "για να καθίσει ο ιερώμενος". Ο ποιμένας αναλαμβάνει ζεστό ζεστό το θρόνο και βγάζει από την εσωτερική τσέπη της προβιάς, την handmade φλογέρα του.
Επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά την άποψη μου για την εκκλησία και την αθεράπευτη μαστούρα που προσφέρει νομίμως στην κοινωνία, στάθηκα ανάμεσα στον καθισμένο μοναχό και στην γιαγούλα, που είχε πιάσει τώρα ψιλή κουβέντα με έναν κοντό κύριο, κοντά στην ηλικία της.
Εικόνα 3η:Πλησιάζουμε στο τέλος του ταξιδιού μου. Το λεωφορείο δεν είναι πια ένα απλό μέσο μεταφοράς αλλά με τη συνδρομή του μαύρου κουτιού που κρύβει ο καθένας μέσα στην κούτρα του, μεταλλάχθηκε σε μέσο μεταφοράς σε άλλες παράλληλες πραγματικότητες. Το λεωφορείο δεν είναι πια ότι φαίνεται και το ίδιο αρχίζω να πιστεύω και για τον μοναχικό άνθρωπο, στα μαύρα. Δεν προσεύχεται αλλά μουρμουρίζει ασταμάτητα. Λες και είχε κουμπί στον κώλο και με το που κάθισε, γύρισε στο on. Πιάνω σκόρπιες κουβέντες...κατάρες καλύτερα, προς κάθε βούλγαρο, ρεμάλι που έρχεται και βιάζει τις κοπέλες μας.... Δίλημμα: Να εκφράσω τις αμφιβολίες μου στην γριούλα και να της διαλύσω την κοσμοθεωρία ή να της φουσκώσω τα μπρατσάκια και να την αφήσω να πλέει σε πελάγη αγαλλίασης;
- Καλή μου, δε θα σε πιστέψει ότι και να της πεις. Κατέβα γιατί θα αργήσεις, η φωνούλα με έβγαλε από την δύσκολη θέση.

Monday, February 12, 2007

Έχεις στόμα;




Ξέρω. Πλέον ξέρω τι σου συμβαίνει καλέ μου. Τώρα μπορώ να σε βοηθήσω γιατί κατάλαβα τι σε πλήγωσε. Μέχρι να το μάθω όμως δυσκολεύτηκα. Δεν υπήρξες και πολύ σαφής πανάθεμα σε. Έπρεπε να σε τσιγκλάω μέρες για να εντοπίσω το πεδίο της μάχης.....κάθε φορά που σε άγγιζα έτρεμα μέσα μου....μήπως και παγώσεις.....μήπως και τα κάνω χειρότερα. 'Ομως δεν τα παρατούσα. Έπρεπε να ανοίξω το αεροστεγώς κλεισμένο βαζάκι που χώθηκες μέσα....για να τα καταφέρω το ζάλισα λιγουλάκι......το έτριψα από δω......το ταρακούνησα απο εκεί......με φόβο να μου γλιστρήσει μέσα από τα χέρια και να διαλυθεί στο πάτωμα.....Θα με διευκόλυνες αν άφηνες και μια χαραμάδα αέρα, ξέρεις....Μίλα μου για να σε βλέπω που λέει και η αστάρτη. Αν δε μιλάς δε σε γνωρίζω..... αν δε σε γνωρίζω, δε σε αγαπω.......θα αγαπω το σύννεφο σου κι οχι εσένα. Σπάσε το βαζάκι να απολαύσουμε το μέλι παρέα

ΥΓ: Ξεκίνησα να γράφω για τον υπολογιστάκο μου αλλά κατέληξε αλλιώς. Δεν είναι εύκολο για όλους τους ανθρώπους να εξωτερικεύουν αυτά που νιώθουν. Αλλά θα κερδίσουν πολλά πολλά πολλά πολλά αν το κάνουν....

Saturday, February 10, 2007

Άμυνες βασικά

Είμαι extra δυνατή, διάολε!Είμαι φοβερή γαμώτη μου!!!Έχω αντοχές που ούτε καν φανταζόμουν!
Ξύπνησα πριν από κανένα δίωρο και μου έχω ήδη επιβληθεί δύο φορές! Ούτε μάστερ γιόγκας να ήμουν...
Ανοίγω τα τεράστια ματάκια μου και λέω "γιατί τα άνοιξες, πανίβλακα?". Τ α λαμπάκια μου δεν είχαν σβήσει εντελώς από χθες και ο καιρός δεν βοηθούσε ιδιαίτερα. Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε έξω απ' το παραθύρι μου αλλά και μέσα στην ψυχούλα μου. Ενεργοποίησα τον πρώτο μηχανισμό άμυνας και άνοιξα το παντζούρι....Μαλακία έκανα, γιατί έβρεχε καρέκλες....ξανακουκουλώθηκα αλλά ευτυχώς η καλή φωνούλα με τσίγκλισε και πάλι.
-Σήκω, μάζεψε τα κομμάτια που νομίζεις πως έχεις και στύψε κανένα πορτοκαλάκι γιατί έχεις τα χάλια σου! Ακούς άλφα?
-Yes Sir!, είπα υπάκουα και ξεκίνησα για την κουζίνα.
Στο ενάμισι μέτρο που απέχει από το κρεβάτι μου, χάιδεψα ελαφρά το γλυκο pc μου για να ακούσω και καμιά μελωδία. Η ώρα περνούσε.... πορτοκάλι έστυβα.... πορτοκάλι έπινα....και η μαυρίλα μου τελικά διαλύθηκε! Εκεί που πήγε να σχηματιστεί λαμπερό χαμόγελο στην μουρίτσα μου, το μάτι...το τεράστιο.....το αναθεματισμένο...το της Μόρντορ πέφτει στην οθόνη του υπολογιστή........
Η μαυρίλα μου είχε στρογγυλοκαθίσει εκεί και μου έκλεινε το μάτι! Πουτάνα! Αναφώνησα και άρχισα να πατάω κουμπιά σαν τρελή. Ο Υπολογιστάκος το έπαιζε dead λες και ήθελε κι άλλο γαργαλητό. Είχα αρχίσει πλέον να ανησυχώ...
Η φωνούλα επανήλθε και πάλι:
-Μην τυπώσεις κηδειόχαρτα ακόμα. Χτύπα κανένα τηλ σε γνωστούς και αγνώστους πλην γκουρού της ψηφιακής πραγματικότητας.
Λαμπάκι άναψε, εύρηκα αναφώνησα και άρχισα. Τηλέφωνα, μηνύματα και όλη την ώρα να σκέφτομαι πόσο πιο πολύ έχω την ανάγκη του Υπολογιστάκουλι μου πια...ούτε που το κατάλαβα πόσο έχω συνδεθεί με αυτό το μηχάνημα. Βέβαια τα σημάδια τα έβλεπα. Χανόμουν στο δίκτυο όλο και περισσότερες ώρες, κατέβαζα μουσικές με τα μπούνια...μέχρι που έφτασε η πρώτη κίνηση με το που μπαίνω στο σπίτι να είναι να πατήσω το κομβίον του!
Με τα πολλά έβγαλα μια άκρη από πολύ ικανούς αστυνόμους Σαΐνηδες, που έτρεξαν με το που φώναξα "Πρόβλημα! Πρόβλημα!".
Μου επιβλήθηκα άλλη μια φορά, έκλεισα τον υπολογιστή και έφυγα από το σπίτι.
Είμαι φοβεγή και τγομεγή!

ΥΓ1: Όπως καταλάβατε υπέκυψα στην γοητεία φιλικού υπολογιστάκου!
ΥΓ2: It is τα λόγια σου μου έδωσαν κουράγιο! Thanks για τη βοήθεια
ΥΓ3: Αν δεν ήταν αυτό το ποστ μηχανισμός άμυνας, τότε τί ήταν, διάολε!

Thursday, February 8, 2007

Η βλακεία κυριαρχεί...

Ήμουν στο εμπορικό Cosmos στην Θεσσαλονίκη. Είχα εντοπίσει ένα βιβλίο που έψαχνε μια φίλη για την διάλεξη της και άδραξα της ευκαιρίας να κάνω και καμιά αγορά. Αν δεν σε έπεισα δεν πειράζει, σκέψου ότι θελεις. Δεν έχει σημασία άλλωστε. Το πόστ αυτό δεν έχει στόχο τα μεγαθήρια εμπορικά κέντρα και την καταναλωτική μας μανία. Την βλακεία του κόσμου θέλει να καταδείξει.
Σε απλά ελληνικά, λοιπόν, ήμουν στο ισόγειο και ως λογικό ον πρόχωρησα προς της κυλιόμενες σκάλες. Κι εκεί με χτύπησε η βλακεία του κόσμου. Ένα βήμα κυριολεκτικά και θα μπορούσε να είναι δολοφονική, διάολε! Αυτό που αντίκρισα με παρέλυσε. Τι να κάνεις μπροστά σε ένα βλάκα. Να του μιλήσεις, να του τα χώσεις, τι; Πάλι καλά αν ήταν ένας. Όταν αποδεικνύεται περίτρανα μπρος στα μάτια σου πως η βλακεία είναι κληρονομική πώς φέρνεις παιδιά σε αυτόν τον κόσμο;
Για να καταφέρω να φτάσω στο βιβλιοπωλείο του ορόφου, έπρεπε να πάρω τις κυλιόμενες. ΑΔΥΝΑΤΟΝ. Είχαν καταληφθεί από μια μαμά, μια γιαγιά, έναν γαμπρό και ένα καροτσάκι με ένα γλυκούλι μπεμπε μέσα, αθώο θύμα...Η μάνα προσπαθούσε να ισορροπήσει στα τακούνια της κι έπειτα στα σκαλιά της κυλιόμενης, που όπως ήταν φυσικό δεν μέναν σταθερά στιγμή. Αυτό που την δυσκόλευε περισσότερο ήταν η τσιριχτή φωνή της -όχι έτσι παιδί μου- μάνας και το καροτσάκι. Ναι!Ναι! αν έχεις το βούδα σου, ήθελαν οικογενειακώς να ανεβάσουν το καροτσάκι από τις κυλιόμενες!!!! Όχι μόνο βλακώδες και επικίνδυνο, δεν επιτρεπόταν κιόλας.
Σε αυτό το σημείο, διαπίστωσα με έκπληξη πως η βλακεία συνάδει με την μυωπία. Δεν εξηγείται πως δεν είδαν κοτζάμ πινακίδα στη βάση της σκάλας που τους φώναζε προσωπικά: "εσύ! ναι εσύ! άσε κάτω το καρότσι, κακούργα μάνα!" Πετάρισα τα ματάκια μου για να συνέλθω (προς στιγμήν νόμιζα πως είδα το μωράκι να δείχνει την πινακίδα με το δαχτυλάκι του -ζες μαμα τι ζειχνει!ζες!). Διατήρησα την ψυχραιμία μου και με χαμόγελο, καταβάθος ειρωνικό, τους πλησίασα και έδωσα μια μινι διάλεξη για την εφεύρεση που λέμε ανελκυστήρα. Δεν τους είδα έκτοτε αλλά προσευχήθηκα στην θεά Κάλι να τους έχει καλά!
Οφείλω να προσθέσω πως η βλακεία χτυπάει και συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες. Αναφέρομαι στο προσωπικό ασφαλείας και υποδοχής που στέκονταν ακριβώς δίπλα, σε απόσταση δυο μέτρων χάζευαν ακουμπισμένοι στον πάγκο των πληροφοριών, την ώρα του τραγελαφικού συμβάντος.
Ένιωσα καλά με τον εαυτό μου γιατί έσωσα μια ψυχή (πιστεύω). Αν έχω δίκιο όμως και η βλακεία είναι όντως κληρονομική, έκανα μαλακία, διάολε!

Wednesday, February 7, 2007

Αποκρεύουμε;

Τι είναι τα καρναβάλια αλήθεια;
Η πρώτη μου επαφή ήταν οι σχολικοί αποκριάτικοι χοροί. Πριγκιποπούλες, σερίφηδες, παλιάτσοι και κανένας εμπνευσμένος λαχανόκηπος διαγωνίζονταν για το καλύτερο μασκάρεμα. Τα λάτιν και τα ποπ κομμάτια είχαν την τιμητική τους.
Η πρώτη φορά που ψιλιάστηκα πως υπάρχει νόημα πίσω από τον θεσμό αυτό, ήταν όταν άκουσα τα παραδοσιακά αθυρόστομα, φαλλοτράγουδα. Ας είναι καλά η αεικίνητη Δόμνα Σαμίου που όργωσε την Ελλάδα και μας τα παρουσίασε όσο πιο αυθεντικά γινόταν.
Το πρώτο τρελό ξεφάντωμα ήρθε όταν πέρασα στην Ξάνθη. Δεν περιγράφεται το ξεσάλωμα, η μαλακία, ο χορός. Πρώτο έτος κιόλας, δεν θέλεις και πολλά για να περάσεις καλά.
Τώρα που ο ενθουσιασμός του πρωτοετούς έχει ξεφτύσει-τα έχει φτύσει εντελώς το βλέπω λίγο αλλιώς. Με ενοχλεί η βαβούρα και η έξαλλη αγέλη που φτάνει στην κάθε Ξάνθη για να "διασκεδάσει" όπως δεν έχει τα κότσια να κάνει στην πόλη του. Βλέπω και την υποκρισία των αρχών που οργανώνουν ντεμεκ πολιτιστικές εκδηλώσεις αλλά στην ουσία κάνουν τις πλάτες στους καταστηματάρχες και μου ανάβουν τα λαμπάκια. Σωστό χριστουγεννιάτικο δέντρο γίνομαι! Φοβάμαι και την απληστία τους που φουσκώνει σαν σπυρί στο μέτωπο, όλο και περισσότερο καθώς τρίβουν τα χέρια τους. Φουσκώνει αδιάκοπα μέχρι να σκάσει την ώρα που θα τα σκάσουμε κι εμείς στο μπαρ, στο ξενοδοχείο, στην ταβέρνα, στα εποχιακά κτλ κτλ.
Τιμές τρελές με καπέλα απίστευτα σαν κι αυτά που φοράμε κι εμέις οι μασκαράδες. Μεταξύ μας ότι κι αν πιστεύουμε, ντυθήκαμε πορτοφόλια. Ότι και να λες γλυκέ μου παλιάτσε, πορτοφόλι είσαι. Κι εσύ μικρή μου ινδιάνα, πορτοφολάκι είσαι ντυμένη κι ας μην το ξέρεις. Ή μπορεί να το ξέρεις γιατί το συντηρείς. Το γουστάρεις να διασκεδάζεις πληρώνοντας. Να σου βάζουν χέρι και να πετάς το σκαλπ σου από την χαρά!
Σιχάθηκα ακόμα και το κέφι μου να γίνεται προϊόν, μα τω Δία! Φέτος λέω να μην αφήσω να τριτώσει το κακό. Θα ακούω στο τέρμα μουσική στο Mp3 για να αποφύγω τα λατιν και δε θα επιτρέψω σε κανένα να μου προσφέρει την ίδια κονσέρβα διασκέδαση. Παίρνω το μενίρ μου και πάω να τα σπάσω σε άλλο οχυρό.
ΥΓ: το κολάζ είναι εμπνευσμένο από την επικαιρότητα! χιχι...

Saturday, February 3, 2007

Χαμηλές πτήσεις στην Ναυαρίνου

Είχα μια βδομάδα να κάτσω στον υπολογιστή και ήταν όμορφα. Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, ζούσα έξω στον πραγματικό χώρο με τα δέντρα και τα καυσαέρια του. Στο βάθος του μυαλού μου περνούσαν διάφορες σκέψεις. Είχα σκαρώσει ένα μικρούλι, καυστικούλι postaki για την περιβόητη δημοπρασία του τέως, μάλιστα! Όμως, παρατηρώντας την Ναυαρίνου, ένιωσα ανεπιθύμητη και αυτό είναι μακράν πιο σημαντικό και αξιόλογο.
Θεωρώ πως αυτός ο πεζόδρομος είναι από τους πιο ζωντανούς χώρους της πόλης και αντιστέκεται με όλες τις δυνάμεις του στην σκόπιμη αποστείρωση των δημόσιων χώρων και στην συρρίκνωση του κοινωνικού τους ρόλου. Πρόσφατα όμως δέχτηκε ένα καλομελετημένο χτύπημα. Τα πολύβουα, πολύχρωμα πέτρινα τοιχάκια που περιβάλλουν τον αρχαιολογικό χώρο, στεφανώθηκαν με ένα κάγκελο που τα περιτρέχει πέρα ως πέρα. Όπως ήταν φυσικό, μεταλλάχθηκαν από καθίσματα σε σημεία παρατήρησης.
Αυτό που με σόκαρε ήταν η μεταφορά που έκανε το μυαλό. Μου θύμισε τούτο το κάγκελο, εκείνα τα σύρματα με τα καρφάκια που τοποθετούν στα γείσα των κτιρίων για να απωθήσουν τα περιστέρια...
Θα ήθελα πολύ να επανέλθω στο θέμα όμως κακά μαντάτα μου θύμισαν πως η ζωή δεν είναι μόνο ο χώρος. Αν και ο χώρος, ειδικά ο δημόσιος, οφείλει να φιλοξενεί την ζωή